- ἀκηχεμένη
- ἀκηχέδαται, ἀκηχέαται, ἀκηχεμένη: see ἀκαχίζω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀκηχεμένη — ἀχεύω grieving perf part pass fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)